- κράζοντας
- κράζωcroakpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλεκτρυών — Μυθολογικό πρόσωπο Ο Α. ήταν νεαρός φίλος του Άρη, ο οποίος, κάθε φορά που ο θεός του πολέμου συναντιόταν με την Αφροδίτη, καθόταν φρουρός έξω από το δωμάτιο για να τους προειδοποιεί όταν έβγαινε ο ήλιος. Μια νύχτα, όμως, ο Α. αποκοιμήθηκε και ο… … Dictionary of Greek
κατακρώζω — (Α) κράζω επανειλημμένα σαν κοράκι εναντίον κάποιου, ενοχλώ κάποιον κράζοντας («πολλοὶ γὰρ μίσει σφε κατακρώζουσι κολοιοί», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κρώζω «κράζω, κραυγάζω»] … Dictionary of Greek
ώς — (I) και ὧς Α επίρρ. 1. (τροπ.) α) (με δεικτ. σημ.) κατ αυτόν τον τρόπο, ἔτσι («οἱ δὲ Αἰγύπτιοι ἐκ τῆς μάχης ὣς ἐτράποντο», Ηρόδ.) β) παραδείγματος χάριν 2. φρ. «καὶ ὣς» και με όλα αυτά (Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το δεικτικό επίρρ. ὥς ανάγεται σε ΙΕ τ.… … Dictionary of Greek